πολυφόρῳ

πολυφόρῳ
πολύφορος
bearing much
masc/fem/neut dat sg
πολυφόρος
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυφορώ — έω, ΜΑ [πολυφόρος] φέρω ή παράγω πολλά, είμαι πολυφόρος* μσν. παθ. πολυφοροῦμαι, έομαι υπάρχω, βρίσκομαι κατά πολλούς και ποικίλους τρόπους ή τύπους …   Dictionary of Greek

  • ζαφορώ — ζαφορῶ, έω (Α) [ζαφόρος] (κατά τον Ησύχ.) «πολυφορῶ», είμαι γόνιμος, είμαι παραγωγικός …   Dictionary of Greek

  • πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”